Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
προποδίζω
View word page
προπετής
προπετής προπετής, ές προπεσεῖν falling forwards, inclined forward, Lat. proclivis, Xen. thrown away, κεῖται προπετές τὸ κάταγμα Soph. drooping, at the point of death, Soph.; cf. προνωπής. metaph., being upon the point of, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Eur.; τύμβου πρ. παρθένος Eur. ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι Xen.; πρός τι Plat. headlong, precipitate, rash, reckless, violent, Aeschin., ; ἡ πρ. ἀκρασία Arist.; of a lot, drawn at random, Pind.:—of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist. adv. -τῶς, forwards, Xen. headlong hastily, Xen., etc.; πρ. ἔχειν to be rash, Xen.

ShortDef

falling forwards, inclined forward

Debugging

Headword:
προπετής
Headword (normalized):
προπετής
Headword (normalized/stripped):
προπετης
IDX:
27780
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27813
Key:
propeth/s

Data

{'content': 'προπετής\n προπετής, ές\n προπεσεῖν\n falling forwards, inclined forward, Lat. proclivis, Xen.\n thrown away, κεῖται προπετές τὸ κάταγμα Soph.\n drooping, at the point of death, Soph.; cf. προνωπής. \n metaph.,\n being upon the point of, πρ. ἐπὶ πολιὰς χαίτας Eur.; τύμβου πρ. παρθένος Eur.\n ready for, prone to a thing, ἐπί or εἴς τι Xen.; πρός τι Plat.\n headlong, precipitate, rash, reckless, violent, Aeschin., ; ἡ πρ. ἀκρασία Arist.; of a lot, drawn at random, Pind.:—of persons, οἱ θρασεῖς προπετεῖς Arist.\n adv. -τῶς, forwards, Xen.\n headlong hastily, Xen., etc.; πρ. ἔχειν to be rash, Xen.', 'key': 'propeth/s'}