Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
προπίνω
προπίπτω
προπιστεύω
προπλέω
πρόπλοος
View word page
προπέτεια
προπέτεια προπέτεια, ἡ, reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc. from προπετής
ShortDef
reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion
Debugging
Headword:
προπέτεια
Headword (normalized):
προπέτεια
Headword (normalized/stripped):
προπετεια
IDX:
27779
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27812
Key:
prope/teia
Data
{'content': 'προπέτεια\n προπέτεια, ἡ,\n reckless haste, vehemence, rashness, indiscretion, Dem., etc.\n from προπετής', 'key': 'prope/teia'}