Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
πρόπας
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
προπετής
προπηδάω
προπηλακίζω
προπηλάκισις
προπηλακιστικῶς
View word page
πρόπειρα
πρόπειρα πρό-πειρα, ἡ, a previous trial or venture, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Lat. periculum facere in . . , Hdt.; πρ. ποιεῖσθαι εἰ . . , Thuc.
ShortDef
a previous trial
Debugging
Headword:
πρόπειρα
Headword (normalized):
πρόπειρα
Headword (normalized/stripped):
προπειρα
IDX:
27774
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27807
Key:
pro/peira
Data
{'content': 'πρόπειρα\n πρό-πειρα, ἡ,\n a previous trial or venture, πρόπειραν ποιεῖσθαι ἔν τινι, Lat. periculum facere in . . , Hdt.; πρ. ποιεῖσθαι εἰ . . , Thuc.', 'key': 'pro/peira'}