Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
πρόπας
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
προπέτεια
View word page
προπάσχω
προπάσχω to suffer first or beforehand, Hdt., Thuc., etc.: to be ill-treated before, ὑπό τινος Thuc.:—also, ἀγαθὸν πρ. Xen.
ShortDef
to suffer first
Debugging
Headword:
προπάσχω
Headword (normalized):
προπάσχω
Headword (normalized/stripped):
προπασχω
IDX:
27769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27802
Key:
propa/sxw
Data
{'content': 'προπάσχω\n to suffer first or beforehand, Hdt., Thuc., etc.: to be ill-treated before, ὑπό τινος Thuc.:—also, ἀγαθὸν πρ. Xen.', 'key': 'propa/sxw'}