Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
πρόπας
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
προπετάννυμι
View word page
πρόπας
πρόπας strengthd. poet. form for πᾶς πρόπαν ἦμαρ all day long, Hom.; νῆας προπάσας all the ships together, Il.; πρόπασα χώρα, γαῖα Aesch.; πρόπαντος χρόνου Aesch.; πρ. στόλος Soph.; πρόπαντα κακὰ κακῶν Soph.: neut. πρόπαν, as adv., Eur.

ShortDef

all

Debugging

Headword:
πρόπας
Headword (normalized):
πρόπας
Headword (normalized/stripped):
προπας
IDX:
27768
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27801
Key:
pro/pas

Data

{'content': 'πρόπας\n strengthd. poet. form for πᾶς\n πρόπαν ἦμαρ all day long, Hom.; νῆας προπάσας all the ships together, Il.; πρόπασα χώρα, γαῖα Aesch.; πρόπαντος χρόνου Aesch.; πρ. στόλος Soph.; πρόπαντα κακὰ κακῶν Soph.: neut. πρόπαν, as adv., Eur.', 'key': 'pro/pas'}