Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
πρόπας
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
προαγγέλλω
πρόπειρα
πρόπεμπτος
προπέμπω
προπέρυσι
View word page
προπαρέχω
προπαρέχω fut. -παρέξω to offer before, Xen. to supply before, Xen.
ShortDef
to offer before
Debugging
Headword:
προπαρέχω
Headword (normalized):
προπαρέχω
Headword (normalized/stripped):
προπαρεχω
IDX:
27767
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27800
Key:
propare/xw
Data
{'content': 'προπαρέχω\n fut. -παρέξω\n to offer before, Xen.\n to supply before, Xen.', 'key': 'propare/xw'}