Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀγρεύς
ἀγρευτής
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἀγριαίνω
ἀγριάς
ἀγριέλαιος
ἀγριοποιός
ἄγριος
ἀγριότης
ἀγριόφωνος
ἀγριόω
ἀγριωπός
ἀγροβότης
ἀγρογείτων
ἀγροδότης
ἀγρόθεν
ἀγροικία
ἀγροικίζομαι
ἄγροικος
ἀγροιώτης
View word page
ἀγριόφωνος
ἀγριόφωνος φωνή with wild rough voice, Od.

ShortDef

with wild rough voice

Debugging

Headword:
ἀγριόφωνος
Headword (normalized):
ἀγριόφωνος
Headword (normalized/stripped):
αγριοφωνος
IDX:
278
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n278
Key:
a)grio/fwnos

Data

{'content': 'ἀγριόφωνος\n φωνή\n with wild rough voice, Od.', 'key': 'a)grio/fwnos'}