Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
πρόπας
προπάσχω
προπάτωρ
προπείθω
πρό
View word page
πρόπαππος
πρόπαππος πρόπαππος, ὁ, a great-grandfather, Oratt.
ShortDef
a great-grandfather
Debugging
Headword:
πρόπαππος
Headword (normalized):
πρόπαππος
Headword (normalized/stripped):
προπαππος
IDX:
27762
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27795
Key:
pro/pappos
Data
{'content': 'πρόπαππος\n πρόπαππος, ὁ,\n a great-grandfather, Oratt.', 'key': 'pro/pappos'}