Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
προπαρασκευάζω
προπαρέχω
View word page
πρόοψις
πρόοψις πρό-οψις, εως, a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως since there was no seeing, Thuc.
ShortDef
a foreseeing
Debugging
Headword:
πρόοψις
Headword (normalized):
πρόοψις
Headword (normalized/stripped):
προοψις
IDX:
27757
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27790
Key:
pro/oyis
Data
{'content': 'πρόοψις\n πρό-οψις, εως,\n a foreseeing, Thuc.; οὐκ οὔσης τῆς προόψεως since there was no seeing, Thuc.', 'key': 'pro/oyis'}