Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
ἀνετάζω
ἀνετέος
ἄνετος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἄνευκτος
ἄνευ
ἀνεύρεσις
ἀνευρίσκω
ἀνευφημέω
ἀνέφελος
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνεψιαδοῦς
ἀνεψιός
ἄνεω
View word page
ἄνευκτος
ἄνευκτος not wishing, not praying, Anth.
ShortDef
not wishing, not praying
Debugging
Headword:
ἄνευκτος
Headword (normalized):
ἄνευκτος
Headword (normalized/stripped):
ανευκτος
IDX:
2778
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2779
Key:
a)/neuktos
Data
{'content': 'ἄνευκτος\n not wishing, not praying, Anth.', 'key': 'a)/neuktos'}