Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
πρόπαππος
προπάροιθε
πρόπαρ
προπαραβάλλω
View word page
προορχηστήρ
προορχηστήρ προ-ορχηστήρ, ῆρος, ὁ, one who leads the dance, Luc.
ShortDef
one who leads the dance
Debugging
Headword:
προορχηστήρ
Headword (normalized):
προορχηστήρ
Headword (normalized/stripped):
προορχηστηρ
IDX:
27755
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27788
Key:
proorxhsth/r
Data
{'content': 'προορχηστήρ\n προ-ορχηστήρ, ῆρος, ὁ,\n one who leads the dance, Luc.', 'key': 'proorxhsth/r'}