Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
πρόπαλαι
View word page
προορατός
προορατός προ-ορᾱτός, ή, όν verb. adj. to be foreseen, Xen.

ShortDef

to be foreseen

Debugging

Headword:
προορατός
Headword (normalized):
προορατός
Headword (normalized/stripped):
προορατος
IDX:
27751
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27784
Key:
proorato/s

Data

{'content': 'προορατός\n προ-ορᾱτός, ή, όν\n verb. adj.\n to be foreseen, Xen.', 'key': 'proorato/s'}