Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
προπαιδεύω
View word page
πρόοπτος
πρόοπτος verb. adj. of προοράω fut. -όψομαι foreseen, manifest, Hdt., Attic
ShortDef
foreseen, manifest
Debugging
Headword:
πρόοπτος
Headword (normalized):
πρόοπτος
Headword (normalized/stripped):
προοπτος
IDX:
27750
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27783
Key:
pro/optos
Data
{'content': 'πρόοπτος\n verb. adj. of προοράω\n fut. -όψομαι\n foreseen, manifest, Hdt., Attic', 'key': 'pro/optos'}