Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
προπαιδεία
View word page
προοπτέος
προοπτέος προοπτέος, ον, verb. adj. of προοράω one must look to, be careful of, c. gen., Hdt.
ShortDef
one must look to, be careful of
Debugging
Headword:
προοπτέος
Headword (normalized):
προοπτέος
Headword (normalized/stripped):
προοπτεος
IDX:
27749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27782
Key:
proopte/os
Data
{'content': 'προοπτέος\n προοπτέος, ον,\n verb. adj. of προοράω\n one must look to, be careful of, c. gen., Hdt.', 'key': 'proopte/os'}