Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
προπαγής
View word page
προομολογέω
προομολογέω fut. ήσω to grant or concede beforehand, Plat.:—Pass., προωμολόγηταί τι εἶναι Plat.
ShortDef
to grant
Debugging
Headword:
προομολογέω
Headword (normalized):
προομολογέω
Headword (normalized/stripped):
προομολογεω
IDX:
27748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27781
Key:
proomologe/w
Data
{'content': 'προομολογέω\n fut. ήσω\n to grant or concede beforehand, Plat.:—Pass., προωμολόγηταί τι εἶναι Plat.', 'key': 'proomologe/w'}