Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
πρόοψις
View word page
προόμνυμι
προόμνυμι Attic aor1 προὔμοσα to swear before or beforehand, Dem. to testify on oath before that . . , c. acc. et inf., Aesch., Dem.

ShortDef

to swear before

Debugging

Headword:
προόμνυμι
Headword (normalized):
προόμνυμι
Headword (normalized/stripped):
προομνυμι
IDX:
27747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27780
Key:
proo/mnumi

Data

{'content': 'προόμνυμι\n Attic aor1 προὔμοσα\n to swear before or beforehand, Dem.\n to testify on oath before that . . , c. acc. et inf., Aesch., Dem.', 'key': 'proo/mnumi'}