Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
προορμάω
προορχηστήρ
προοφείλω
View word page
προοίχομαι
προοίχομαι Dep. to have gone on before, Xen.

ShortDef

to have gone on before

Debugging

Headword:
προοίχομαι
Headword (normalized):
προοίχομαι
Headword (normalized/stripped):
προοιχομαι
IDX:
27746
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27779
Key:
prooi/xomai

Data

{'content': 'προοίχομαι\n Dep. to have gone on before, Xen.', 'key': 'prooi/xomai'}