Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
προοπτέος
πρόοπτος
προορατός
προοράω
προορίζω
View word page
προοικοδομέω
προοικοδομέω fut. ήσω to build before:—Pass., Luc.
ShortDef
to build before
Debugging
Headword:
προοικοδομέω
Headword (normalized):
προοικοδομέω
Headword (normalized/stripped):
προοικοδομεω
IDX:
27743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27776
Key:
prooikodome/w
Data
{'content': 'προοικοδομέω\n fut. ήσω\n to build before:—Pass., Luc.', 'key': 'prooikodome/w'}