Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
προοίχομαι
προόμνυμι
προομολογέω
View word page
πρόξ
πρόξ πρόξ, gen. προκός, the roe-deer, Od.: cf. προκάς.

ShortDef

the roe-deer

Debugging

Headword:
πρόξ
Headword (normalized):
πρόξ
Headword (normalized/stripped):
προξ
IDX:
27738
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27771
Key:
pro/c

Data

{'content': 'πρόξ\n πρόξ, gen. προκός,\n the roe-deer, Od.: cf. προκάς.', 'key': 'pro/c'}