Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
ἀνετάζω
ἀνετέος
ἄνετος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἄνευκτος
ἄνευ
ἀνεύρεσις
ἀνευρίσκω
ἀνευφημέω
ἀνέφελος
ἀνεχέγγυος
ἀνέχω
ἀνεψιαδοῦς
View word page
ἀνεύθετος
ἀνεύθετος inconvenient, NTest.
ShortDef
inconvenient
Debugging
Headword:
ἀνεύθετος
Headword (normalized):
ἀνεύθετος
Headword (normalized/stripped):
ανευθετος
IDX:
2776
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2777
Key:
a)neu/qetos
Data
{'content': 'ἀνεύθετος\n inconvenient, NTest.', 'key': 'a)neu/qetos'}