Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
προοιμιάζομαι
προοίμιον
View word page
προοδεύω
προοδεύω fut. σω to travel before, Luc.
ShortDef
to travel before
Debugging
Headword:
προοδεύω
Headword (normalized):
προοδεύω
Headword (normalized/stripped):
προοδευω
IDX:
27735
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27768
Key:
proodeu/w
Data
{'content': 'προοδεύω\n fut. σω\n to travel before, Luc.', 'key': 'proodeu/w'}