Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
πρόοδος
πρόοδος2
πρόοιδα
προοικοδομέω
View word page
προξενία
προξενία προξενία, ἡ, πρόξενος proxeny, i. e. a compact between a State and a foreigner, Lat. hospitium, Thuc., etc.; προξενίᾳ πέποιθα I trust my public friendship, Pind.; τινὰ πρ. ἐξευρήσεις; what protector wilt thou find? Eur. the privileges of a πρόξενος Dem.

ShortDef

proxeny

Debugging

Headword:
προξενία
Headword (normalized):
προξενία
Headword (normalized/stripped):
προξενια
IDX:
27733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27766
Key:
proceni/a

Data

{'content': 'προξενία\n προξενία, ἡ,\n πρόξενος\n proxeny, i. e. a compact between a State and a foreigner, Lat. hospitium, Thuc., etc.; προξενίᾳ πέποιθα I trust my public friendship, Pind.; τινὰ πρ. ἐξευρήσεις; what protector wilt thou find? Eur.\n the privileges of a πρόξενος Dem.', 'key': 'proceni/a'}