προξενία
προξενία
προξενία, ἡ,
πρόξενος
proxeny, i. e. a compact between a State and a foreigner, Lat. hospitium, Thuc., etc.; προξενίᾳ πέποιθα I trust my public friendship, Pind.; τινὰ πρ. ἐξευρήσεις; what protector wilt thou find? Eur.
the privileges of a πρόξενος Dem.