Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
προξενέω
View word page
προνόμιον
προνόμιον προνόμιον, ου, τό, προνέμω earnest-money, Luc.
ShortDef
earnest-money
Debugging
Headword:
προνόμιον
Headword (normalized):
προνόμιον
Headword (normalized/stripped):
προνομιον
IDX:
27729
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27762
Key:
prono/mion
Data
{'content': 'προνόμιον\n προνόμιον, ου, τό,\n προνέμω\n earnest-money, Luc.', 'key': 'prono/mion'}