Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
πρόξ
View word page
προνομία
προνομία προ-νομία, ἡ, νόμος a privilege, Strab., Luc.

ShortDef

a privilege

Debugging

Headword:
προνομία
Headword (normalized):
προνομία
Headword (normalized/stripped):
προνομια
IDX:
27728
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27761
Key:
pronomi/a

Data

{'content': 'προνομία\n προ-νομία, ἡ,\n νόμος\n a privilege, Strab., Luc.', 'key': 'pronomi/a'}