Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
προοδεύω
προοδοιπορέω
προοδοποιέω
View word page
προνομή
προνομή προνομή, ἡ, προνέμω a foraging, a foraging expedition, foray, Xen.: in pl., foraging parties, Xen. an elephantʼs trunk, Polyb. = προ-νομία, Luc.
ShortDef
a foraging, a foraging expedition, foray
Debugging
Headword:
προνομή
Headword (normalized):
προνομή
Headword (normalized/stripped):
προνομη
IDX:
27727
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27760
Key:
pronomh/
Data
{'content': 'προνομή\n προνομή, ἡ,\n προνέμω\n a foraging, a foraging expedition, foray, Xen.: in pl., foraging parties, Xen.\n an elephantʼs trunk, Polyb.\n = προ-νομία, Luc.', 'key': 'pronomh/'}