Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
προξενία
πρόξενος
View word page
πρόνοια
πρόνοια πρόνοια, Ionic -οίη, ἡ, πρόνοος foresight, foreknowledge, Aesch., Soph. foresight, forethought, forecast, Soph.; ἐκ προνοίας with forethought, purposely, Lat. consulto, Hdt.; ἀπὸ προνοίας τίνων by their precautions, Thuc.:—esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραύματα Aeschin.; τὰ ἐκ πρ., opp. to ἀκούσια, Arist.:— πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for . . , shew care for . . , Eur., etc.; περί τινος Soph.; c. inf., πολλὴν πρ. εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν Eur. divine providence, Hdt., Attic

ShortDef

foresight, foreknowledge

Debugging

Headword:
πρόνοια
Headword (normalized):
πρόνοια
Headword (normalized/stripped):
προνοια
IDX:
27724
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27757
Key:
pro/noia

Data

{'content': 'πρόνοια\n πρόνοια, Ionic -οίη, ἡ,\n \n πρόνοος\n foresight, foreknowledge, Aesch., Soph.\n foresight, forethought, forecast, Soph.; ἐκ προνοίας with forethought, purposely, Lat. consulto, Hdt.; ἀπὸ προνοίας τίνων by their precautions, Thuc.:—esp. of crimes committed with design or malice prepense, ἐκ προνοίας τραύματα Aeschin.; τὰ ἐκ πρ., opp. to ἀκούσια, Arist.:— πρόνοιαν ἔχειν (or ἴσχειν) τινός to take thought for . . , shew care for . . , Eur., etc.; περί τινος Soph.; c. inf., πολλὴν πρ. εἶχεν εὐσχήμως πεσεῖν Eur.\n divine providence, Hdt., Attic', 'key': 'pro/noia'}