Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
προνωπής
προνώπια
View word page
προνοητέος
προνοητέος verb. adj. from προνοοῦμαι προνοητέος, ον, one must provide, Xen.
ShortDef
one must provide
Debugging
Headword:
προνοητέος
Headword (normalized):
προνοητέος
Headword (normalized/stripped):
προνοητεος
IDX:
27722
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27755
Key:
pronohte/os
Data
{'content': 'προνοητέος\n verb. adj. from προνοοῦμαι\n προνοητέος, ον,\n one must provide, Xen.', 'key': 'pronohte/os'}