Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
προνόμιον
πρόνοος
View word page
προνικάω
προνικάω fut. ήσω to gain a victory beforehand, Thuc.

ShortDef

to gain a victory beforehand

Debugging

Headword:
προνικάω
Headword (normalized):
προνικάω
Headword (normalized/stripped):
προνικαω
IDX:
27720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27753
Key:
pronika/w

Data

{'content': 'προνικάω\n fut. ήσω\n to gain a victory beforehand, Thuc.', 'key': 'pronika/w'}