Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
προνομία
View word page
προνεύω
προνεύω fut. σω to stoop or bend forward, Plat.; of a rider, Xen.; of rowers, Xen.

ShortDef

to stoop

Debugging

Headword:
προνεύω
Headword (normalized):
προνεύω
Headword (normalized/stripped):
προνευω
IDX:
27718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27751
Key:
proneu/w

Data

{'content': 'προνεύω\n fut. σω\n to stoop or bend forward, Plat.; of a rider, Xen.; of rowers, Xen.', 'key': 'proneu/w'}