Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
προνομή
View word page
προνέμω
προνέμω fut. -νεμῶ to assign beforehand, τί τινι Pind.; καθαρὰς χεῖρας πρ. to present unspotted hands, Aesch. Mid. to go forward in grazing: hence to gain ground, creep onward, of war, etc.

ShortDef

to assign beforehand

Debugging

Headword:
προνέμω
Headword (normalized):
προνέμω
Headword (normalized/stripped):
προνεμω
IDX:
27717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27750
Key:
prone/mw

Data

{'content': 'προνέμω\n fut. -νεμῶ\n to assign beforehand, τί τινι Pind.; καθαρὰς χεῖρας πρ. to present unspotted hands, Aesch.\n Mid. to go forward in grazing: hence to gain ground, creep onward, of war, etc.', 'key': 'prone/mw'}