Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
προνομαία
προνομεύω
View word page
προναυμαχέω
προναυμαχέω fut. ήσω to fight at sea for or in defence of, c. gen., Hdt.

ShortDef

to fight at sea for

Debugging

Headword:
προναυμαχέω
Headword (normalized):
προναυμαχέω
Headword (normalized/stripped):
προναυμαχεω
IDX:
27716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27749
Key:
pronaumaxe/w

Data

{'content': 'προναυμαχέω\n fut. ήσω\n to fight at sea for or in defence of, c. gen., Hdt.', 'key': 'pronaumaxe/w'}