Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
πρόνοια
View word page
προμοχθέω
προμοχθέω fut. ήσω to work beforehand, Eur.

ShortDef

to work beforehand

Debugging

Headword:
προμοχθέω
Headword (normalized):
προμοχθέω
Headword (normalized/stripped):
προμοχθεω
IDX:
27714
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27747
Key:
promoxqe/w

Data

{'content': 'προμοχθέω\n fut. ήσω\n to work beforehand, Eur.', 'key': 'promoxqe/w'}