Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
προνοητικός
View word page
πρόμος
πρόμος πρόμος, ὁ, πρό the foremost man, = πρόμαχος, Hom.; πρ. τινί opposed to another in the front rank, Il.:— generally, a chief, Lat. primus, princeps, Trag.; πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, of the Sun, Soph.

ShortDef

the foremost man

Debugging

Headword:
πρόμος
Headword (normalized):
πρόμος
Headword (normalized/stripped):
προμος
IDX:
27713
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27746
Key:
pro/mos

Data

{'content': 'πρόμος\n πρόμος, ὁ,\n πρό\n the foremost man, = πρόμαχος, Hom.; πρ. τινί opposed to another in the front rank, Il.:— generally, a chief, Lat. primus, princeps, Trag.; πάντων θεῶν θεὸς πρόμος, of the Sun, Soph.', 'key': 'pro/mos'}