Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
προνοέω
προνοητέος
View word page
προμολή
προμολή προμολή, ἡ, an approach, of the foot of a mountain, Anth.; the mouth of a river, Anth.

ShortDef

an approach

Debugging

Headword:
προμολή
Headword (normalized):
προμολή
Headword (normalized/stripped):
προμολη
IDX:
27712
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27745
Key:
promolh/

Data

{'content': 'προμολή\n προμολή, ἡ,\n an approach, of the foot of a mountain, Anth.; the mouth of a river, Anth.', 'key': 'promolh/'}