Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
προνέμω
προνεύω
προνηστεύω
προνικάω
View word page
προμνήστρια
προμνήστρια προμνήστρια, ἡ, προμνάομαι a woman who woos or courts for another, a match-maker, Ar., Plat.; metaph., κακῶν πρ. of one who brings about evil, Eur.

ShortDef

a woman who woos

Debugging

Headword:
προμνήστρια
Headword (normalized):
προμνήστρια
Headword (normalized/stripped):
προμνηστρια
IDX:
27710
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27743
Key:
promnh/stria

Data

{'content': 'προμνήστρια\n προμνήστρια, ἡ,\n προμνάομαι\n a woman who woos or courts for another, a match-maker, Ar., Plat.; metaph., κακῶν πρ. of one who brings about evil, Eur.', 'key': 'promnh/stria'}