Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
προναυμαχέω
View word page
προμισθόομαι
προμισθόομαι Pass. to be hired beforehand, Plut.
ShortDef
to be hired beforehand
Debugging
Headword:
προμισθόομαι
Headword (normalized):
προμισθόομαι
Headword (normalized/stripped):
προμισθοομαι
IDX:
27706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27739
Key:
promisqo/omai
Data
{'content': 'προμισθόομαι\n Pass. to be hired beforehand, Plut.', 'key': 'promisqo/omai'}