Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
πρόναος
View word page
προμίγνυμι
προμίγνυμι fut. -μίξω to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμιγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.

ShortDef

No short def.

Debugging

Headword:
προμίγνυμι
Headword (normalized):
προμίγνυμι
Headword (normalized/stripped):
προμιγνυμι
IDX:
27705
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27738
Key:
promi/gnumi

Data

{'content': 'προμίγνυμι\n fut. -μίξω\n to mingle beforehand:—Pass., παλλακίδι προμιγῆναι (aor2 inf.) to have intercourse with her before, Il.', 'key': 'promi/gnumi'}