Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
προμολή
πρόμος
προμοχθέω
View word page
προμηχανάομαι
προμηχανάομαι Dep. to contrive beforehand, Luc.

ShortDef

to contrive beforehand

Debugging

Headword:
προμηχανάομαι
Headword (normalized):
προμηχανάομαι
Headword (normalized/stripped):
προμηχαναομαι
IDX:
27704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27737
Key:
promhxana/omai

Data

{'content': 'προμηχανάομαι\n Dep. to contrive beforehand, Luc.', 'key': 'promhxana/omai'}