Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
προμνήστρια
πρόμοιρος
View word page
προμήκης
προμήκης προ-μήκης, ες μῆκος prolonged, elongated, Plut.
ShortDef
prolonged, elongated
Debugging
Headword:
προμήκης
Headword (normalized):
προμήκης
Headword (normalized/stripped):
προμηκης
IDX:
27701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27734
Key:
promh/khs
Data
{'content': 'προμήκης\n προ-μήκης, ες\n μῆκος\n prolonged, elongated, Plut.', 'key': 'promh/khs'}