Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
προμνηστεύομαι
προμνηστῖνοι
View word page
προμηθής
προμηθής προ-μηθής, Doric προ-μᾱθής, ές μᾰθεῖν forethinking, provident, cautious, Thuc.; τὸ προμηθές, προμήθεια, Thuc.: c. gen. troubling oneself about a thing, Soph.

ShortDef

forethinking, provident, cautious

Debugging

Headword:
προμηθής
Headword (normalized):
προμηθής
Headword (normalized/stripped):
προμηθης
IDX:
27699
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27732
Key:
promhqh/s

Data

{'content': 'προμηθής\n προ-μηθής, Doric προ-μᾱθής, ές\n \n μᾰθεῖν\n forethinking, provident, cautious, Thuc.; τὸ προμηθές, προμήθεια, Thuc.: c. gen. troubling oneself about a thing, Soph.', 'key': 'promhqh/s'}