Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
προμισθόομαι
προμνάομαι
View word page
Προμήθειος
Προμήθειος Προμήθειος, α, ον Προμηθεύς Promethean, Anth.
ShortDef
Promethean
Debugging
Headword:
Προμήθειος
Headword (normalized):
προμήθειος
Headword (normalized/stripped):
προμηθειος
IDX:
27697
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27730
Key:
*promh/qeios
Data
{'content': 'Προμήθειος\n Προμήθειος, α, ον\n Προμηθεύς\n Promethean, Anth.', 'key': '*promh/qeios'}