Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

ἀνερεύνητος
ἀνείρομαι
ἀνέρπω
ἀνέρρω
ἀνερυθριάω
ἀνερύω
ἀνέρχομαι
ἀνερωτάω
ἄνεσις
ἀνέστιος
ἀνετάζω
ἀνετέος
ἄνετος
ἄνευθε
ἀνεύθετος
ἀνεύθυνος
ἄνευκτος
ἄνευ
ἀνεύρεσις
ἀνευρίσκω
ἀνευφημέω
View word page
ἀνετάζω
ἀνετάζω to examine closely, NTest.

ShortDef

to examine closely

Debugging

Headword:
ἀνετάζω
Headword (normalized):
ἀνετάζω
Headword (normalized/stripped):
ανεταζω
IDX:
2772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n2773
Key:
a)neta/zw

Data

{'content': 'ἀνετάζω\n to examine closely, NTest.', 'key': 'a)neta/zw'}