Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
προμηχανάομαι
προμίγνυμι
View word page
προμηθέομαι
προμηθέομαι fut. -ήσομαι aor1 προὐμηθήθην προμηθής Dep to take care beforehand, to provide for, c. gen., Hdt.; ὑπέρ τινος, περί τι Plat.; absol., Aesch.: —generally, to take heed, Lat. cavere, πρ. μὴ . . Hdt.: —c. acc. to shew regard or respect for, Hdt., Plat.

ShortDef

to take care beforehand, to provide for

Debugging

Headword:
προμηθέομαι
Headword (normalized):
προμηθέομαι
Headword (normalized/stripped):
προμηθεομαι
IDX:
27695
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27728
Key:
promhqe/omai

Data

{'content': 'προμηθέομαι\n fut. -ήσομαι\n aor1 προὐμηθήθην\n προμηθής\n Dep to take care beforehand, to provide for, c. gen., Hdt.; ὑπέρ τινος, περί τι Plat.; absol., Aesch.: —generally, to take heed, Lat. cavere, πρ. μὴ . . Hdt.: —c. acc. to shew regard or respect for, Hdt., Plat.', 'key': 'promhqe/omai'}