Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
προμήτωρ
View word page
προμετωπίδιος
προμετωπίδιος προ-μετωπίδιος, α, ον μέτωπον before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt. a frontlet for horses, Xen.

ShortDef

before or on the forehead

Debugging

Headword:
προμετωπίδιος
Headword (normalized):
προμετωπίδιος
Headword (normalized/stripped):
προμετωπιδιος
IDX:
27693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27726
Key:
prometwpi/dios

Data

{'content': 'προμετωπίδιος\n προ-μετωπίδιος, α, ον\n μέτωπον\n before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.\n a frontlet for horses, Xen.', 'key': 'prometwpi/dios'}