προμετωπίδιος
προ-μετωπίδιος, α, ον
μέτωπον
before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.
a frontlet for horses, Xen.
{'content': 'προμετωπίδιος\n προ-μετωπίδιος, α, ον\n μέτωπον\n before or on the forehead:— προμετωπίδιον, ου, the skin or hair of the forehead, Hdt.\n a frontlet for horses, Xen.', 'key': 'prometwpi/dios'}