Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
προμήκης
προμηνύω
View word page
προμεριμνάω
προμεριμνάω fut. ήσω to take thought before, NTest.
ShortDef
to take thought before
Debugging
Headword:
προμεριμνάω
Headword (normalized):
προμεριμνάω
Headword (normalized/stripped):
προμεριμναω
IDX:
27692
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27725
Key:
promerimna/w
Data
{'content': 'προμεριμνάω\n fut. ήσω\n to take thought before, NTest.', 'key': 'promerimna/w'}