Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Middle Liddell
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
προμηθικῶς
View word page
προμελετάω
προμελετάω fut. ήσω to practise beforehand: c. inf., Xen.
ShortDef
to practise beforehand
Debugging
Headword:
προμελετάω
Headword (normalized):
προμελετάω
Headword (normalized/stripped):
προμελεταω
IDX:
27690
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27723
Key:
promeleta/w
Data
{'content': 'προμελετάω\n fut. ήσω\n to practise beforehand: c. inf., Xen.', 'key': 'promeleta/w'}