Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
προμηθής
View word page
πρόμαχος
πρόμαχος πρό-μᾰχος, ον, μάχομαι fighting before or in front: πρόμαχοι, οἱ, the foremost fighters, champions, Hom.; ἐν προμάχοισιν among the foremost, Il.:—as adj., πρ. δόρυ the champion spear, Soph. fighting for, πόλεως, δόμων Aesch.

ShortDef

fighting before
Promachus

Debugging

Headword:
πρόμαχος
Headword (normalized):
πρόμαχος
Headword (normalized/stripped):
προμαχος
IDX:
27689
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27722
Key:
pro/maxos

Data

{'content': 'πρόμαχος\n πρό-μᾰχος, ον,\n μάχομαι\n fighting before or in front: πρόμαχοι, οἱ, the foremost fighters, champions, Hom.; ἐν προμάχοισιν among the foremost, Il.:—as adj., πρ. δόρυ the champion spear, Soph.\n fighting for, πόλεως, δόμων Aesch.', 'key': 'pro/maxos'}