Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
προμήθεια
Προμήθειος
Προμηθεύς
View word page
προμάχομαι
προμάχομαι Dep. to fight before, ἁπάντων before all, Il. to fight for or in defence of, τινος Ar.

ShortDef

to fight before

Debugging

Headword:
προμάχομαι
Headword (normalized):
προμάχομαι
Headword (normalized/stripped):
προμαχομαι
IDX:
27688
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27721
Key:
proma/xomai

Data

{'content': 'προμάχομαι\n Dep. to fight before, ἁπάντων before all, Il.\n to fight for or in defence of, τινος Ar.', 'key': 'proma/xomai'}