Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προλυπέομαι
προλύπησις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
προμελετάω
Προμένεια
προμεριμνάω
προμετωπίδιος
Προμήθεια
προμηθέομαι
View word page
προμαχέω
προμαχέω fut. ήσω πρόμαχος to fight in front, Xen.

ShortDef

to fight in front

Debugging

Headword:
προμαχέω
Headword (normalized):
προμαχέω
Headword (normalized/stripped):
προμαχεω
IDX:
27685
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27718
Key:
promaxe/w

Data

{'content': 'προμαχέω\n fut. ήσω\n πρόμαχος\n to fight in front, Xen.', 'key': 'promaxe/w'}