Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Middle Liddell

προλείπω
προλεσχηνεύομαι
προλεύσσω
πρόλογος
προλοχίζω
προλυμαίνομαι
προλυπέομαι
προλύπησις
προμαλάσσω
πρόμαλος
προμανθάνω
προμαντεία
προμαντεύομαι
προμαντηΐη
πρόμαντις
προμαρτύρομαι
προμαχέω
προμαχεών
προμαχίζω
προμάχομαι
πρόμαχος
View word page
προμανθάνω
προμανθάνω to learn beforehand, and (in aor2 προὔμαθον) to know beforehand, Pind., Thuc., etc.:—c. acc. to learn by rote, Ar.: c. inf., προὔμαθον στέργειν τάδε Soph.

ShortDef

to learn beforehand

Debugging

Headword:
προμανθάνω
Headword (normalized):
προμανθάνω
Headword (normalized/stripped):
προμανθανω
IDX:
27679
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:middle-liddell.perseus-eng2-n27712
Key:
promanqa/nw

Data

{'content': 'προμανθάνω\n to learn beforehand, and (in aor2 προὔμαθον) to know beforehand, Pind., Thuc., etc.:—c. acc. to learn by rote, Ar.: c. inf., προὔμαθον στέργειν τάδε Soph.', 'key': 'promanqa/nw'}